νηοσόος

νηοσόος
νηοσόος, poet. [full] νηοσσόος, ον,
A protecting ships, Ἄρτεμις, Ἀπόλλων, A.R.1.570, 2.927.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νηοσόος — και ποιητ. τ. νηοσσόος, ον (Α) αυτός που προστατεύει, που σώζει τα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + σόος, (< σόος, ιων. τ. τού επιθέτου σώος «σωτήριος, υγιής»), πρβλ. μελισσο σόος, οικο σόος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”